περιδήριτος

περιδήριτος
περιδήρ-ῑτος, ον,
A fought about,

κύπριδος ἐργασίη AP5.218

(Paul. Sil.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περιδήριτος — ον, Α αυτός για τον οποίο μάχονται πολλοί, περιμάχητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δήριτος (< δηρίομαι < δῆρις «μάχη, αγώνας διένεξη»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”